ἐπετειόκαυλος

ἐπετειόκαυλος
ἐπετειό-καυλος, ον,
A changing its stalk every year, ib.6.2.8, 7.2.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επετειόκαυλος — ἐπετειόκαυλος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που κάθε χρόνο αλλάζει καυλό, βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + καυλός «βλαστός»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπετειόκαυλον — ἐπετειόκαυλος changing its stalk every year masc/fem acc sg ἐπετειόκαυλος changing its stalk every year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετειοκαύλοις — ἐπετειόκαυλος changing its stalk every year masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετειοκαύλων — ἐπετειόκαυλος changing its stalk every year masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετειόκαυλα — ἐπετειόκαυλος changing its stalk every year neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”